Τα Σπλάχνα της Εσπέρας


Και οι γραμμές των οριζόντων
της ζωής μου μαύρες,
με λίγο λευχείμον χιόνι
και η ψυχή μου θνήσκουσα 
που ο Χάροντας βιάζοντας ματώνει.

Και τα ατροφικά κορμιά παιδιών,
 γελάνε,
γενιές κάποιου χαώδους τέλους
και ακέφαλοι άγγελοι ισχνοί,
ολοφυρόμενοι πορεύτηκαν
σε κήπους ξένους.

Και η *δυσμή του Ίκαρου
οδήγησε το των ανθρώπων πέταγμα
στον πανδαμάτωρ Άδη 
και ο Ήλιος εντροπιάστηκε 
και εκρύφτει 
στο παυσίλυπο σκοτάδι.

Και η Γαία 
επλάγιασε γυμνή,
για τους λυκόμορφους δαίμονες βρώση,
και οι ατέρμονες κραυγές
συνθλήφθηκαν στου ουρανού
την πτώση.

Και οι μυκηθμοί του Χάροντα
όλο λιβάνι άχνα,
τους θεούς θανάτωσαν 
στις θάλασσας τα σπλάχνα 
και το μαραμένο αύριο 
κάποιου χθές ψέμα 
καθώς το κορμί μου 
χάραζαν ρυάκια 
από αίμα.


- λευχείμων = ντυμένος στα λευκά
- ολοφυρόμενος = κλαίει με λυγμούς 
- δυσμή = τέλος / θάνατος (*δυσμαί = η δύση, συνήθως μόνο πληθυντικός)
- ατέρμονες = αιώνιες
- μυκηθμός = μουγκριτό 


2008